Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pómpa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpompa]

1 η αντλία
2 (sfarzo) η πομπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pomoso pompaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pomolo (ουσ αρσ )
pomologia (θηλ.ουσ)
pomologico (επίθ.)
pomologo (ουσ αρσ )
pomoso (επίθ.)
pompa (θηλ.ουσ)
pompaggio (ουσ αρσ )
pompare (ρ. μτβ.)
pompata (θηλ.ουσ)
pompeggiare (ρ.αμτβ.)
pompeggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pompeiano (αρσ. επίθ και ουσ)
pompelmo (ουσ αρσ )
Pompeo (κύρ.όν. αρσ.)
pompiere (ουσ αρσ )
pompista (ουσ αρσ και θηλ.)
pompon (ουσ αρσ )
pomposamente (επίρ.)
pomposità (θηλ.ουσ)
pomposo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---