Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pompìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pomˈpista]

βενζινάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pompiere pompon  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pompeggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pompeiano (αρσ. επίθ και ουσ)
pompelmo (ουσ αρσ )
Pompeo (κύρ.όν. αρσ.)
pompiere (ουσ αρσ )
pompista (ουσ αρσ και θηλ.)
pompon (ουσ αρσ )
pomposamente (επίρ.)
pomposità (θηλ.ουσ)
pomposo (επίθ.)
ponce (ουσ αρσ )
poncio (ουσ αρσ )
ponderabile (επίθ.)
ponderabilità (θηλ.ουσ)
ponderale (επίθ.)
ponderare (ρ. μτβ.)
ponderatamente (επίρ.)
ponderatezza (θηλ.ουσ)
ponderato (επίθ.)
ponderazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---