Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ponderazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ponderatˈtsjone]

1 διαλογή
2 στοχασμός
3 αναλογισμός
4 σκέψη
5 διανόημα
6 σειρά λογικών σκέψεων
7 στόχαση
8 διαλογισμός
9 περισυλλογή
10 προβληματισμός
11 συλλογισμός
12 στοχασιά
13 προσεκτική θεώρηση
14 σοβαρή μελέτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ponderato ponderosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ponderale (επίθ.)
ponderare (ρ. μτβ.)
ponderatamente (επίρ.)
ponderatezza (θηλ.ουσ)
ponderato (επίθ.)
ponderazione (θηλ.ουσ)
ponderosità (θηλ.ουσ)
ponderoso (επίθ.)
pondo (ουσ αρσ )
ponente (ουσ αρσ )
ponentino (αρσ. επίθ και ουσ)
pongista (ουσ αρσ και θηλ.)
ponsò (αρσ. επίθ και ουσ)
pontato (επίθ.)
ponte (ουσ αρσ )
pontefice (ουσ αρσ )
ponteggiatore (ουσ αρσ )
ponteggio (ουσ αρσ )
ponticello (ουσ αρσ )
pontiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---