Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpontéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ponˈtedʤo] 1 σύστημα με σκαλωσιές 2 σκαλωσιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |