ItalianoGreco


pool  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpul]

1 κοινοπραξία
2 κονσόρτσιουμ
3 κερδοσκοπικός συνεταιρισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---