Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


popcorn  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔpˈkɔrn]

ποπ κορν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pop–art, pop art pope  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ponzare (ρ.αμτβ.)
ponzare (ρ. μτβ.)
pool (ουσ αρσ )
pop (αρσ. επίθ και ουσ)
pop–art, pop art (θηλ.ουσ)
popcorn (ουσ αρσ )
pope (ουσ αρσ )
popeline (θηλ.ουσ)
poplite (ουσ αρσ )
popliteo (επίθ.)
popò (ουσ αρσ )
popò (θηλ.ουσ)
popolamento (ουσ αρσ )
popolano (ουσ αρσ )
popolano (επίθ.)
popolare (επίθ.)
popolare (ρ. μτβ.)
popolareggiante (επίθ.)
popolaresco (επίθ.)
popolarità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---