Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


popolarésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [popolaˈresko]

1 λαὶκός
2 δημοτικός
3 μιμούμενος τη λαὶκή τέχνη
4 ο του λαού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  popolareggiante popolarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

popolano (ουσ αρσ )
popolano (επίθ.)
popolare (επίθ.)
popolare (ρ. μτβ.)
popolareggiante (επίθ.)
popolaresco (επίθ.)
popolarità (θηλ.ουσ)
popolarizzare (ρ. μτβ.)
popolarmente (επίρ.)
popolato (επίθ.)
popolazione (θηλ.ουσ)
popolino (ουσ αρσ )
popolo (ουσ αρσ )
popoloso (επίθ.)
poponaia (θηλ.ουσ)
poponaio (ουσ αρσ )
popone (ουσ αρσ )
poppa (θηλ.ουσ)
poppante (ουσ αρσ και θηλ.)
poppante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---