Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


popolìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [popoˈlino]

1 λαουτζίκος
2 μάζα
3 όχλος
4 κατώτερες κοινωνικές τάξεις
5 κοινός λαός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  popolazione popolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

popolarità (θηλ.ουσ)
popolarizzare (ρ. μτβ.)
popolarmente (επίρ.)
popolato (επίθ.)
popolazione (θηλ.ουσ)
popolino (ουσ αρσ )
popolo (ουσ αρσ )
popoloso (επίθ.)
poponaia (θηλ.ουσ)
poponaio (ουσ αρσ )
popone (ουσ αρσ )
poppa (θηλ.ουσ)
poppante (ουσ αρσ και θηλ.)
poppante (επίθ.)
poppare (ρ. μτβ.)
poppata (θηλ.ουσ)
poppatoio (ουσ αρσ )
poppiere (ουσ αρσ )
poppiero (επίθ.)
popputo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---