Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpopolìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [popoˈlino] 1 λαουτζίκος 2 μάζα 3 όχλος 4 κατώτερες κοινωνικές τάξεις 5 κοινός λαός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |