Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


póppa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpoppa]

η πρύμη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  popone poppante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

popolo (ουσ αρσ )
popoloso (επίθ.)
poponaia (θηλ.ουσ)
poponaio (ουσ αρσ )
popone (ουσ αρσ )
poppa (θηλ.ουσ)
poppante (ουσ αρσ και θηλ.)
poppante (επίθ.)
poppare (ρ. μτβ.)
poppata (θηλ.ουσ)
poppatoio (ουσ αρσ )
poppiere (ουσ αρσ )
poppiero (επίθ.)
popputo (επίθ.)
populazionismo (ουσ αρσ )
populeo (επίθ.)
populismo (ουσ αρσ )
populista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
populistico (επίθ.)
porca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---