Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpoppatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poppaˈtojo] 1 μπιμπερό 2 θήλαστρο 3 ρωγοβύζι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |