Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


porcaccióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [porkatˈʧone]

λαίμαργος ή βρομιάρης άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  porca porcaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

populeo (επίθ.)
populismo (ουσ αρσ )
populista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
populistico (επίθ.)
porca (θηλ.ουσ)
porcaccione (ουσ αρσ )
porcaio (ουσ αρσ )
porcareccia (θηλ.ουσ)
porcaro (ουσ αρσ )
porcellana (θηλ.ουσ)
porcellanare (ρ. μτβ.)
porcellanato (επίθ.)
porcellino (ουσ αρσ )
porcello (ουσ αρσ )
porcellone (ουσ αρσ )
porcheria (θηλ.ουσ)
porchetta (θηλ.ουσ)
porciglione (ουσ αρσ )
porcile (ουσ αρσ )
porcino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---