Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


porcellanàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [porʧellaˈnato]

1 επεξεργασμένος όπως η πορσελάνη
2 στιλβωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  porcellanare porcellino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

porcaio (ουσ αρσ )
porcareccia (θηλ.ουσ)
porcaro (ουσ αρσ )
porcellana (θηλ.ουσ)
porcellanare (ρ. μτβ.)
porcellanato (επίθ.)
porcellino (ουσ αρσ )
porcello (ουσ αρσ )
porcellone (ουσ αρσ )
porcheria (θηλ.ουσ)
porchetta (θηλ.ουσ)
porciglione (ουσ αρσ )
porcile (ουσ αρσ )
porcino (ουσ αρσ )
porcino (επίθ.)
porco (ουσ αρσ )
porcospino (ουσ αρσ )
porsi (ρ.μ. (αντων.))
porfido (ουσ αρσ )
porfirico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---