Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόporcellanàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [porʧellaˈnato] 1 επεξεργασμένος όπως η πορσελάνη 2 στιλβωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |