ItalianoGreco


porcìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [porˈʧino]

μανιτάρι boletus edulis

porcìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [porˈʧino]

1 γουρουνοειδής
2 βρόμικος
3 λαίμαργος
4 πεισματάρης
5 χοιρινός
6 κτηνώδης
7 γουρουνίσιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---