Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòrgere, pórgere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrʤere], [ˈporʤere]

1 εξιστορώ
2 ρητορεύω
3 δημηγορώ
4 διηγούμαι

pòrgere, pórgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrʤere], [ˈporʤere]

1 προσφέρω
2 επιδίδω
3 δωρίζω
4 παραδίδω
5 δίνω
6 διαθέτω
7 παραδίνω
8 παρέχω
9 εγχειρίζω (κάτι σε κάποιον)
10 περνώ
11 χαρίζω

porgersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrʤersi], [ˈporʤersi]

1 παρουσιάζομαι
2 προσφέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  porfiroide poriferi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

porfido (ουσ αρσ )
porfirico (επίθ.)
porfirione (ουσ αρσ )
porfirite (θηλ.ουσ)
porfiroide (αρσ. επίθ και ουσ)
porgere (ρ.αμτβ.)
porgere (ρ. μτβ.)
porgersi (ρ.μ. (αντων.))
poriferi (ουσ αρσ πληθ.)
porno (επίθ.)
pornografia (θηλ.ουσ)
pornografico (επίθ.)
pornografo (ουσ αρσ )
poro (ουσ αρσ )
porosità (θηλ.ουσ)
poroso (επίθ.)
porpora (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
porporato (ουσ αρσ )
porporato (επίθ.)
porporina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---