Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόporporìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [porpoˈrina] 1 βαφική αλιζαρίνης από ριζάρι 2 έντονο κόκκινο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |