Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόportabagàgli
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtabaˈgaʎʎi] 1 (facchino) ο αχθοφόρος 2 auto πορτ-μπαγκάζ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |