Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpòrta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrta] η πόρτα, η πύλη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbattere alla porta = χτυπώ την πόρτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |