Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόporporìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [porpoˈrino] 1 πορφυρός 2 βυσσινής 3 πορφυρόχρους 4 κόκκινος 5 πορφυρένιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |