Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pórpora  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈporpora]

1 κατά τόπους κοκκινίλες
2 πορφύρα
3 πορφυρή βαφική
4 πορφυρό ρούχο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poroso porporato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pornografico (επίθ.)
pornografo (ουσ αρσ )
poro (ουσ αρσ )
porosità (θηλ.ουσ)
poroso (επίθ.)
porpora (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
porporato (ουσ αρσ )
porporato (επίθ.)
porporina (θηλ.ουσ)
porporino (αρσ. επίθ και ουσ)
porre (ρ. μτβ.)
porrina (θηλ.ουσ)
porro (ουσ αρσ )
porroso (επίθ.)
porta (θηλ.ουσ)
portaacqua (ουσ αρσ και θηλ.)
portaaghi (ουσ αρσ )
portabagagli (ουσ αρσ )
portabandiera (ουσ αρσ και θηλ.)
portabastoni (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---