Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrro]

το πράσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  porrina porroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

porporato (επίθ.)
porporina (θηλ.ουσ)
porporino (αρσ. επίθ και ουσ)
porre (ρ. μτβ.)
porrina (θηλ.ουσ)
porro (ουσ αρσ )
porroso (επίθ.)
porta (θηλ.ουσ)
portaacqua (ουσ αρσ και θηλ.)
portaaghi (ουσ αρσ )
portabagagli (ουσ αρσ )
portabandiera (ουσ αρσ και θηλ.)
portabastoni (ουσ αρσ )
portabiglietti (ουσ αρσ )
portabile (επίθ.)
portabiti (ουσ αρσ )
portabollo (ουσ αρσ )
portabombe (ουσ αρσ )
portaborracce (ουσ αρσ και θηλ.)
portabottiglie (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---