Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


porfiròide  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [porfiˈrɔjde]

πορφυροειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  porfirite porgere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

porsi (ρ.μ. (αντων.))
porfido (ουσ αρσ )
porfirico (επίθ.)
porfirione (ουσ αρσ )
porfirite (θηλ.ουσ)
porfiroide (αρσ. επίθ και ουσ)
porgere (ρ.αμτβ.)
porgere (ρ. μτβ.)
porgersi (ρ.μ. (αντων.))
poriferi (ουσ αρσ πληθ.)
porno (επίθ.)
pornografia (θηλ.ουσ)
pornografico (επίθ.)
pornografo (ουσ αρσ )
poro (ουσ αρσ )
porosità (θηλ.ουσ)
poroso (επίθ.)
porpora (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
porporato (ουσ αρσ )
porporato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---