Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόporcàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [porˈkajo] 1 τόπος διαφθοράς 2 χοιροβοσκός 3 ύποπτο μέρος 4 χοιροστάσιο 5 βρώμικο μέρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |