Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpòrca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrka] 1 ζώνη εδάφους διαχωριστική 2 ανυψωμένη λουρίδα γης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |