Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


popolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [popoˈloso], [popoˈlozo]

1 πολυάριθμος
2 πυκνοκατοικημένος
3 πολυάνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  popolo poponaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

popolarmente (επίρ.)
popolato (επίθ.)
popolazione (θηλ.ουσ)
popolino (ουσ αρσ )
popolo (ουσ αρσ )
popoloso (επίθ.)
poponaia (θηλ.ουσ)
poponaio (ουσ αρσ )
popone (ουσ αρσ )
poppa (θηλ.ουσ)
poppante (ουσ αρσ και θηλ.)
poppante (επίθ.)
poppare (ρ. μτβ.)
poppata (θηλ.ουσ)
poppatoio (ουσ αρσ )
poppiere (ουσ αρσ )
poppiero (επίθ.)
popputo (επίθ.)
populazionismo (ουσ αρσ )
populeo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---