Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


popolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [popoˈlare]

1 λαϊκός (-ή, -ό), δημοτικός (-ή, -ό)
2 (conosciuto) δημοφιλής (-ής, -ές)

popolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [popoˈlare]

εποικίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  popolano popolareggiante  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


casa [θηλ.] popolare = η λαϊκή κατοικία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

popò (ουσ αρσ )
popò (θηλ.ουσ)
popolamento (ουσ αρσ )
popolano (ουσ αρσ )
popolano (επίθ.)
popolare (επίθ.)
popolare (ρ. μτβ.)
popolareggiante (επίθ.)
popolaresco (επίθ.)
popolarità (θηλ.ουσ)
popolarizzare (ρ. μτβ.)
popolarmente (επίρ.)
popolato (επίθ.)
popolazione (θηλ.ουσ)
popolino (ουσ αρσ )
popolo (ουσ αρσ )
popoloso (επίθ.)
poponaia (θηλ.ουσ)
poponaio (ουσ αρσ )
popone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---