Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


popolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [popolaˈmento]

πληθυσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  popò popolano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

popeline (θηλ.ουσ)
poplite (ουσ αρσ )
popliteo (επίθ.)
popò (ουσ αρσ )
popò (θηλ.ουσ)
popolamento (ουσ αρσ )
popolano (ουσ αρσ )
popolano (επίθ.)
popolare (επίθ.)
popolare (ρ. μτβ.)
popolareggiante (επίθ.)
popolaresco (επίθ.)
popolarità (θηλ.ουσ)
popolarizzare (ρ. μτβ.)
popolarmente (επίρ.)
popolato (επίθ.)
popolazione (θηλ.ουσ)
popolino (ουσ αρσ )
popolo (ουσ αρσ )
popoloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---