Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpopò
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈpɔ] ποπός (στη παιδική γλώσσα) popò ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [poˈpɔ] κακά (στη παιδική γλώσσα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |