Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pontóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ponˈtone]

1 μαούνα φορτώματος πλοίου
2 βάρκα με επίπεδη καρίνα
3 σχεδία
4 βάρκα χωρίς καρίνα για γέφυρα
5 μαούνα
6 μαούνα ξεφορτώματος πλοίου
7 φορτηγίδα
8 βαρύ ασουλούπωτο πλοίο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pontile pony  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pontificale (επίθ.)
pontificare (ρ.αμτβ.)
pontificato (ουσ αρσ )
pontificio (επίθ.)
pontile (ουσ αρσ )
pontone (ουσ αρσ )
pony (ουσ αρσ )
ponzare (ρ.αμτβ.)
ponzare (ρ. μτβ.)
pool (ουσ αρσ )
pop (αρσ. επίθ και ουσ)
pop–art, pop art (θηλ.ουσ)
popcorn (ουσ αρσ )
pope (ουσ αρσ )
popeline (θηλ.ουσ)
poplite (ουσ αρσ )
popliteo (επίθ.)
popò (ουσ αρσ )
popò (θηλ.ουσ)
popolamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---