Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpontificàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pontifiˈkale] λειτουργία που χοροστατεί ο πάπας pontificàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pontifiˈkale] 1 πομπώδης (ειρωνικά) 2 αρχιερατικός 3 δογματικός 4 παπικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |