Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpontéfice
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ponˈtefiʧe] 1 ποντίφηκας 2 μέλος ιερατείου αρχαίας ρώμης 3 πάπας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |