Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pónte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈponte]

1 η γέφυρα
2 (di nave) το κατάστρωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pontato pontefice  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ponte [αρσ.] levatoio = η σηκωτή γέφυρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ponente (ουσ αρσ )
ponentino (αρσ. επίθ και ουσ)
pongista (ουσ αρσ και θηλ.)
ponsò (αρσ. επίθ και ουσ)
pontato (επίθ.)
ponte (ουσ αρσ )
pontefice (ουσ αρσ )
ponteggiatore (ουσ αρσ )
ponteggio (ουσ αρσ )
ponticello (ουσ αρσ )
pontiere (ουσ αρσ )
pontificale (ουσ αρσ )
pontificale (επίθ.)
pontificare (ρ.αμτβ.)
pontificato (ουσ αρσ )
pontificio (επίθ.)
pontile (ουσ αρσ )
pontone (ουσ αρσ )
pony (ουσ αρσ )
ponzare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---