Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpontificàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pontifiˈkato] 1 παπισμός 2 αξίωμα ποντίφηκα 3 αξίωμα πάπα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |