Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pontificàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pontifiˈkare]

1 λέγω δογματικά
2 λειτουργώ σαν ποντίφηκας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pontificale pontificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ponteggio (ουσ αρσ )
ponticello (ουσ αρσ )
pontiere (ουσ αρσ )
pontificale (ουσ αρσ )
pontificale (επίθ.)
pontificare (ρ.αμτβ.)
pontificato (ουσ αρσ )
pontificio (επίθ.)
pontile (ουσ αρσ )
pontone (ουσ αρσ )
pony (ουσ αρσ )
ponzare (ρ.αμτβ.)
ponzare (ρ. μτβ.)
pool (ουσ αρσ )
pop (αρσ. επίθ και ουσ)
pop–art, pop art (θηλ.ουσ)
popcorn (ουσ αρσ )
pope (ουσ αρσ )
popeline (θηλ.ουσ)
poplite (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---