Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόponteggiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pontedʤaˈtore] 1 κατασκευαστής ικριωμάτων 2 εργάτης που δουλεύει σε σκαλωσιές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |