Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόponènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈnɛnte] 1 δύση 2 πουνέντες 3 δυτικός άνεμος 4 ζέφυρος 5 πονέντες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |