ponderàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pondeˈrato]
1 φρόνιμος
2 εφεκτικός
3 καλά θεωρημένος
4 καλά ζυγισμένος
5 επιφυλακτικός
6 καλά μελετημένος
7 επεξεργασμένος διανοητικά
8 περίσκεπτος
9 προσεκτικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pondeˈrato]
1 φρόνιμος
2 εφεκτικός
3 καλά θεωρημένος
4 καλά ζυγισμένος
5 επιφυλακτικός
6 καλά μελετημένος
7 επεξεργασμένος διανοητικά
8 περίσκεπτος
9 προσεκτικός
permalink
ponderato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android