Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ponderàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pondeˈrare]

1 προβληματίζομαι
2 ζυγίζω με το μυαλό
3 αναλογίζομαι
4 μελετώ βαθιά και σοβαρά
5 αναμετρώ
6 ζυγίζω
7 σκέφτομαι πολύ ξανά
8 σταθμίζω
9 διαλογίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ponderale ponderatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ponce (ουσ αρσ )
poncio (ουσ αρσ )
ponderabile (επίθ.)
ponderabilità (θηλ.ουσ)
ponderale (επίθ.)
ponderare (ρ. μτβ.)
ponderatamente (επίρ.)
ponderatezza (θηλ.ουσ)
ponderato (επίθ.)
ponderazione (θηλ.ουσ)
ponderosità (θηλ.ουσ)
ponderoso (επίθ.)
pondo (ουσ αρσ )
ponente (ουσ αρσ )
ponentino (αρσ. επίθ και ουσ)
pongista (ουσ αρσ και θηλ.)
ponsò (αρσ. επίθ και ουσ)
pontato (επίθ.)
ponte (ουσ αρσ )
pontefice (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---