Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔnʧo]

1 αδιάβροχο πόντσο
2 πόντσο (πανωφόρι μεξικάνικο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ponce ponderabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pompon (ουσ αρσ )
pomposamente (επίρ.)
pomposità (θηλ.ουσ)
pomposo (επίθ.)
ponce (ουσ αρσ )
poncio (ουσ αρσ )
ponderabile (επίθ.)
ponderabilità (θηλ.ουσ)
ponderale (επίθ.)
ponderare (ρ. μτβ.)
ponderatamente (επίρ.)
ponderatezza (θηλ.ουσ)
ponderato (επίθ.)
ponderazione (θηλ.ουσ)
ponderosità (θηλ.ουσ)
ponderoso (επίθ.)
pondo (ουσ αρσ )
ponente (ουσ αρσ )
ponentino (αρσ. επίθ και ουσ)
pongista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---