Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pomposità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pomposiˈta]

1 κομπασμός
2 στόμφος
3 ξιπασιά
4 μεγαλοστομία
5 υπεροψία
6 καυχησιολογία
7 μεγαλορρημοσύνη
8 φάνταγμα
9 ξίπασμα
10 αλαζονεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pomposamente pomposo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Pompeo (κύρ.όν. αρσ.)
pompiere (ουσ αρσ )
pompista (ουσ αρσ και θηλ.)
pompon (ουσ αρσ )
pomposamente (επίρ.)
pomposità (θηλ.ουσ)
pomposo (επίθ.)
ponce (ουσ αρσ )
poncio (ουσ αρσ )
ponderabile (επίθ.)
ponderabilità (θηλ.ουσ)
ponderale (επίθ.)
ponderare (ρ. μτβ.)
ponderatamente (επίρ.)
ponderatezza (θηλ.ουσ)
ponderato (επίθ.)
ponderazione (θηλ.ουσ)
ponderosità (θηλ.ουσ)
ponderoso (επίθ.)
pondo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---