ItalianoGreco


pompóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pomˈposo], [pomˈpozo]

1 πανηγυρικός
2 μεγαλόστομος
3 επιδεικτικός
4 μεγαλοπρεπής
5 με στόμφο (μουσική)
6 στομφώδης
7 επαρμένος
8 πομπώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---