Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpompeggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [pompedˈʤare] 1 φιγουράρω 2 κάνω επίδειξη 3 μοστράρω pompeggiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [pompedˈʤarsi] 1 μοστράρω 2 καμαρώνω 3 φιγουράρω 4 κάνω φιγούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |