Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpompàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pomˈpata] 1 ποσότητα που τράβηξε αντλία 2 τρομπάρισμα 3 άντληση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |