Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pompàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pomˈpadʤo]

1 άντληση
2 αναρρόφηση υγρού με αντλία
3 τρομπάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pompa pompare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pomologia (θηλ.ουσ)
pomologico (επίθ.)
pomologo (ουσ αρσ )
pomoso (επίθ.)
pompa (θηλ.ουσ)
pompaggio (ουσ αρσ )
pompare (ρ. μτβ.)
pompata (θηλ.ουσ)
pompeggiare (ρ.αμτβ.)
pompeggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pompeiano (αρσ. επίθ και ουσ)
pompelmo (ουσ αρσ )
Pompeo (κύρ.όν. αρσ.)
pompiere (ουσ αρσ )
pompista (ουσ αρσ και θηλ.)
pompon (ουσ αρσ )
pomposamente (επίρ.)
pomposità (θηλ.ουσ)
pomposo (επίθ.)
ponce (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---