Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpomóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [poˈmoso], [poˈmozo] 1 κατάφορτος με οπωρικά 2 γεμάτος φρούτα 3 καρποφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |