Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpomodòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,pomoˈdɔro] η ντομάτα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpomodori [αρσ. πλυθ.] ripieni = οι γεμιστές ντομάτες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |