Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pomicoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔmikolˈtura]

1 καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων
2 οπωροκαλλιέργεια
3 φρουτοκαλλιέργεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pomicoltore pomo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pomice (θηλ.ουσ)
pomiciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pomiciatura (θηλ.ουσ)
pomicione (ουσ αρσ )
pomicoltore (ουσ αρσ )
pomicoltura (θηλ.ουσ)
pomo (ουσ αρσ )
pomodoro (ουσ αρσ )
pomolo (ουσ αρσ )
pomologia (θηλ.ουσ)
pomologico (επίθ.)
pomologo (ουσ αρσ )
pomoso (επίθ.)
pompa (θηλ.ουσ)
pompaggio (ουσ αρσ )
pompare (ρ. μτβ.)
pompata (θηλ.ουσ)
pompeggiare (ρ.αμτβ.)
pompeggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pompeiano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---