Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpomicoltóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pomikolˈtore] 1 οπωροκαλλιεργητής 2 καλλιεργητής οπωροφόρων δέντρων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |