Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpómo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpomo] 1 καθετί που μοιάζει με μήλο 2 μήλο 3 μηλιά pyrus malus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |