Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpómolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpomolo] 1 μπετούγια 2 χερούλι 3 πόμολο 4 λαβή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |