Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pomèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈmɛllo]

1 χερούλι
2 λαβή
3 πόμολο
4 ζυγωματικό οστό
5 μπετούγια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pomellatura pomeridiano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pomario (ουσ αρσ )
pomata (θηλ.ουσ)
pomato (επίθ.)
pomellato (επίθ.)
pomellatura (θηλ.ουσ)
pomello (ουσ αρσ )
pomeridiano (επίθ.)
pomeriggio (ουσ αρσ )
pometo (ουσ αρσ )
pomice (θηλ.ουσ)
pomiciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pomiciatura (θηλ.ουσ)
pomicione (ουσ αρσ )
pomicoltore (ουσ αρσ )
pomicoltura (θηλ.ουσ)
pomo (ουσ αρσ )
pomodoro (ουσ αρσ )
pomolo (ουσ αρσ )
pomologia (θηλ.ουσ)
pomologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---