Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpomèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈmɛllo] 1 χερούλι 2 λαβή 3 πόμολο 4 ζυγωματικό οστό 5 μπετούγια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |